- (η)μέρα
- (η)μέραη1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Η ημέρα το καλοκαίρι διαρκεί περισσότερο από ό,τι το χειμώνα.2. ο χρόνος που χρειάζεται η Γη να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον άξονά της, το εικοσιτετράωρο: Το ταξίδι κράτησε δύο ημέρες.3. ορισμένη ημέρα που συνδέεται με κάποιο ιστορικό γεγονός ή είναι αφιερωμένη σε εκδηλώσεις ή που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για κάποιο ιδιαίτερο σκοπό: Ημέρα νίκης. – Ημέρα πένθους. – Ημέρα του παιδιού. – Ημέρα αργίας.4. καιρική κατάσταση: Ψυχρή μέρα. – Βροχερές μέρες.5. πληθ. (η)μέρες, οι -ών, μια χρονική περίοδος, εποχή, ζωή: Πέρασε στη ζωή του δύσκολες (η)μέρες. – Στις μέρες μας οι νέοι είναι αλλοπρόσαλλοι. – Σώθηκαν οι μέρες του.6. επιρρηματικές εκφράσεις: Κάθε μέρα. – Μέρα παρά μέρα. – Μέρα νύχτα. – Από μέρα σε μέρα. – Μέρα με τη μέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.